- ομότροπος
- -η, -ο (ΑΜ ὁμότροπος, -ον)1. αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες, τον ίδιο τρόπο ζωής με κάποιον άλλο («τῶν πολιτῶν τοὺς ὁμοτρόπους καὶ τοὺς ταὐτὰ προαιρουμένους», Θεόφρ.)2. αυτός που είναι σύμφωνος κατά τον τρόπο, που μοιάζει με κάποιον άλλο ως προς τις ιδιότητες ή τον χαρακτήρα, ο όμοιος («εἴς τινα ἄλλην ὁμότροπον ταύταις λειτουργίαν», Αιν.)νεοελλ.1. (για φυτά) αυτός που παρουσιάζει τον ίδιο τροπισμό με άλλον2. μαθημ. α) αυτός που αναφέρεται σε δύο περιοχές ενός πεδίου τέτοιες ώστε να μπορούμε να περάσουμε από τη μια στην άλλη με έναν συνεχή μετασχηματισμό, χωρίς να βγούμε έξω από το πεδίο αυτόβ) φρ. «ομότροπη περιοχή μηδενός» — περιοχή την οποία μπορούμε να υποβιβάσουμε έτσι ώστε να καταστεί σημειακή, χωρίς να εξέλθουμε από το πεδίο τού ορισμού τηςμσν.αυτός που έχει κοινή καταγωγή με κάποιον άλλο, ομοιογενής, ομοειδής.επίρρ...ὁμοτρόπως (Α)με τον ίδιο τρόπο, όμοια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + τρόπος (πρβλ. πολύ-τροπος). Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homotropous].
Dictionary of Greek. 2013.